τριξά

τριξά
τριξός
neut nom/voc/acc pl
τριξά̱ , τριξός
fem nom/voc/acc dual
τριξά̱ , τριξός
fem nom/voc sg (doric aeolic)
τρισσός
threefold
neut nom/voc/acc pl (ionic)
τριξά̱ , τρισσός
threefold
fem nom/voc/acc dual (ionic)
τριξά̱ , τρισσός
threefold
fem nom/voc sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριξάς — τριξά̱ς , τριξός fem acc pl τριξά̱ς , τρισσός threefold fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”